- αμμόλουτρο
- το Ιατρ.η κάλυψη ενός μέρους ή ολόκληρου τού σώματος με θερμή από τον ήλιο άμμο επί ορισμένο χρονικό διάστημα, για τη θεραπεία κυρίως ρευματικών παθήσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λουτρό(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sandbath. Ο ελληνικός όρος αμμόλουτρα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο, το 1862].
Dictionary of Greek. 2013.